σκαριφώ

σκαριφώ
σκαριφῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν
1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος
2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω
3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., τού καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την κατάλ. -άομαι / -ῶμαι, η οποία απαντά και σε άλλα ρ., παράγωγα ρημάτων, με επαναληπτική επιτατική σημ. (πρβλ. νέμω: νωμ-άω, τρέπω: τρωπ-άω). Το ρ. σκαριφῶμαι ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *skerī-bh- (< ρίζα *[s]keri «κόβω, χωρίζω», πρβλ. κρίνω, με χειλικό ένθημα -bh-) και συνδέεται με λατ. scribo «γράφω», γερμ. schreiben «γράφω», αγγλ. de-scribe, script. Το -α- που εμφανίζει ο ελλ. τ. σε σχέση με τους τ. τών άλλων γλωσσών αποτελεί πιθ. υστερογενές φωνήεν στήριξης (πρβλ. βαράγχγια: βράγχια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκαριφώ — σκαρίφησα, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαριφίζω — Ν σκαριφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • SCARIFATIO — inter arborum remedia, Plinio recensetur l. 17. c. 27. Scarifatio quaedam in remediis, cum macie corticis ex aegritudine adstringente se iustôque plus vitalia arborum comprimente, exactam falcis aciem utrâque manu imprimentes perpetuis incisuris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατασκαριφώ — κατασκαριφῶ, άω (Μ) κάνω αμυχές σε κάτι, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαριφῶ, ενεργ. τ. τού σκαριφῶμαι «ξύνω, σχεδιάζω», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • σκαριφητήρας — και σκαριφιστήρας, ο, Ν 1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών 2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφώ — σκιαγραφῶ, έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α [σκιαγράφος] 1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.) 2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σκαριφίζω — βλ. σκαριφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”