- σκαριφώ
- σκαριφῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., τού καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την κατάλ. -άομαι / -ῶμαι, η οποία απαντά και σε άλλα ρ., παράγωγα ρημάτων, με επαναληπτική επιτατική σημ. (πρβλ. νέμω: νωμ-άω, τρέπω: τρωπ-άω). Το ρ. σκαριφῶμαι ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *skerī-bh- (< ρίζα *[s]keri «κόβω, χωρίζω», πρβλ. κρίνω, με χειλικό ένθημα -bh-) και συνδέεται με λατ. scribo «γράφω», γερμ. schreiben «γράφω», αγγλ. de-scribe, script. Το -α- που εμφανίζει ο ελλ. τ. σε σχέση με τους τ. τών άλλων γλωσσών αποτελεί πιθ. υστερογενές φωνήεν στήριξης (πρβλ. βαράγχγια: βράγχια)].
Dictionary of Greek. 2013.